- αὐτοφυεῖς
- αὐτοφυήςself-grownmasc/fem acc plαὐτοφυήςself-grownmasc/fem nom/voc pl (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ακρολοφία — (acrolophia). Επιστημονική ονομασία γένους μονοκοτυλήδονων φυτών της οικογένειας των ορχεοειδών. Είναι ετήσιες πόες, αυτοφυείς στις τροπικές περιοχές της Αφρικής. * * * η (Α ἀκρολοφία) [ἀκρόλοφος] αρχ. 1. οροσειρά 2. ορεινή χώρα … Dictionary of Greek
δελφίνιο — (delphinium).Φυτό της οικογένειας των ρανουγκουλιδών, γνωστό και με την ονομασία αγριοσταφίδα. Η οικογένεια αυτή αριθμεί περίπου 200 είδη. Το δ. είναι μονοετής, χνουδωτή πόα, ύψους έως 1 μ. Έχει φύλλα με σχισίματα και μπλε, μεγάλα άνθη, σε… … Dictionary of Greek
θάμνος — Ξυλώδες φυτό, του οποίου οι διακλαδώσεις ξεκινούν από τη βάση του κύριου άξονα. Ο κεντρικός κορμός του δεν είναι σαφώς διαμορφωμένος και το ύψος του, μικρότερο από αυτό των δέντρων, κυμαίνεται συνήθως μεταξύ 1 και 4 μ. Υπάρχουν θ. με πυκνές… … Dictionary of Greek
καμπανούλα — (Campanula). Γένος φυτών της οικογένειας των καμπανουλιδών (δικοτυλήδονα), την οποία και χαρακτηρίζει. Περιλαμβάνει πολυάριθμες μονοετείς, διετείς ή πολυετείς πόες, αυτοφυείς στα δάση και στους βοσκότοπους. Η ελληνική χλωρίδα περιλαμβάνει περίπου … Dictionary of Greek
πολύγονος — η, ο / πολύγονος, ον, ΝΜΑ, και πολυγόνος, ο Ν, και επικ. τ. πουλύγονος, Α 1. αυτός που γεννά πολλά τέκνα, πολλούς απογόνους 2. αυτός που γεννά πολλές φορές, που γεννά συχνά 3. γόνιμος αρχ. 1. (για τον Νείλο) αυτός που γονιμοποιεί τα εδάφη… … Dictionary of Greek
Βραζιλία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Βραζιλίας Έκταση: 8.547.404 τ.χλμ Πληθυσμός: 174.468.575 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Μπραζίλια (2.043.169 κάτ. το 2000)Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τη Γαλλική Γουιάνα (ΒΑ), το Σουρινάμ,… … Dictionary of Greek
γεντιανίδες — Οικογένεια φυτών της τάξης των γεντιανιωδών ή τρεψιανθών (δικοτυλήδονα), με πολυάριθμα γένη ποωδών φυτών, που είναι χαρακτηριστικά των θερμών κυρίως περιοχών. Έχουν αντίθετα φύλλα και άνθη με στεφάνη συμπέταλη, σωληνοειδή, χοανοειδή, μοναχικά ή… … Dictionary of Greek
Ερυθραία — Επίσημη ονομασία: Κράτος της Ευθραίας Έκταση: 121.144 τ. χλμ Πληθυσμός: 4.298.269 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ασμάρα (395.000 κάτ. το 2001)Κράτος της δυτικής Αφρικής. Συνορεύει στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Αιθιοπία και το Τζιμπουτί (ΝΑ), ενώ στα… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
καμπανουλίδες — Οικογένεια σπερματοφύτων που αποτελείται από περίπου 70 γένη και 2.000 είδη, τα οποία περιέχουν γαλακτώδη χυμό και καλύπτονται από σκληρές τρίχες. Περιλαμβάνουν πόες, ημίθαμνους και, ενίοτε, μικρούς θάμνους και χαμηλά δέντρα. Τα φύλλα τους είναι… … Dictionary of Greek